- εγχειρίδιο(ν)
- τό1) нож; кинжал; 2) справочник, руководство; 3) пособие; учебник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγχειρίδιο — Βιβλίο μικρού σχήματος, το οποίο –με τρόπο σαφή και λεπτομερειακό– περιλαμβάνει τις ουσιώδεις γνώσεις για ένα συγκεκριμένο θέμα. Για πολλούς αιώνες τα βιβλία που προορίζονταν για τη μόρφωση και τη θρησκευτική λατρεία παρουσιάζονταν ως τεράστιοι… … Dictionary of Greek
εγχειρίδιο — το 1. μικρό φονικό μαχαίρι με αμφίστομη λεπίδα που καταλήγει σε αιχμή, κάμα, στιλέτο, λάζος. 2. σύντομο σύγγραμμα, που περιέχει τις βασικότερες γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης: Εγχειρίδιο φυτολογίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλφαβητάριο — Εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής στα παιδιά. Επειδή το α. αποτελεί το πρώτο στοιχειώδες πνευματικό βοήθημα του παιδιού και συγχρόνως ένα από τα πρώτα μέσα αισθητικής αγωγής του, γι’ αυτό η συγγραφή του θα πρέπει να… … Dictionary of Greek
Σύνοψις ιερά — Εγχειρίδιο που περιέχει εκκλησιαστικές προσευχές και ακολουθίες, που απευθύνεται κυρίως στους λαϊκούς. Υπάρχει μικρή και μεγάλη σύνοψη. Στην τελευταία καταχωρούνται και τα κείμενα των Ευαγγελίων και των Πράξεων των Αποστόλων που διαβάζονται τις… … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek
σίκη — και σῑκα, ἡ, Α εγχειρίδιο, ξιφίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sica «μαχαίρι, εγχειρίδιο»] … Dictionary of Greek
σικάριον — τὸ, Α εγχειρίδιο, μικρό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκη / σῖκα «μαχαίρι, εγχειρίδιο» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
φουγίων — ὁ, Α εγχειρίδιο, ξιφίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pugio «ξιφίδιο, εγχειρίδιο»] … Dictionary of Greek
Γκρούντβιχ, Νικολάι Φρέντερικ Σεβερίν — (Nikolai Frederik Severin Grundtvig, Ούντμπι 1783 – Κοπεγχάγη 1872). Δανός συγγραφέας, ιστορικός και θεολόγος. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του πρώιμου ρομαντισμού στη Δανία. Γιος λουθηρανού πάστορα, σπούδασε θεολογία στην Κοπεγχάγη και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek